αποκλεισμού, σύστημα — Οργανικά διαρθρωμένο σύνολο ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων που χρησιμοποιείται στα σιδηροδρομικά δίκτυα και έχει σκοπό την ασφάλεια της κυκλοφορίας των αμαξοστοιχιών, τόσο στη διακίνησή τους μέσα στους σιδηροδρομικούς σταθμούς όσο και κατά τη… … Dictionary of Greek
ὀργανικάν — ὀργανικά̱ν , ὀργανικός serving as organs fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργανικάς — ὀργανικά̱ς , ὀργανικός serving as organs fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… … Dictionary of Greek
γεωσκώληκας — Δακτυλιοσκώληκας, το κυλινδρικό σώμα του οποίου (μέγιστο μήκος 15 εκ.) αποτελείται από πολυάριθμους δακτυλίους ή μεταμερή τμήματα, όμοια μεταξύ τους, έτσι ώστε δεν διακρίνεται η κεφαλή από το υπόλοιπο σώμα. Κάθε μεταμερές τμήμα διαθέτει σμήριγγες … Dictionary of Greek
δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες … Dictionary of Greek
οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… … Dictionary of Greek
αυτότροφος οργανισμός — Οργανισμός που δεν του χρειάζεται να παίρνει οργανικά συστατικά από εξωτερικές πηγές, επειδή μπορεί να κατασκευάζει τα απαραίτητα γι’ αυτόν οργανικά συστατικά από ανόργανα υλικά. Τα περισσότερα φυτά που περιέχουν χλωροφύλλη είναι α.ο. Τα φυτά… … Dictionary of Greek
υπεροξείδια — Ειδικός τύπος οξείδιου, στο οποίο δεχόμαστε ότι υπάρχει ένα ζεύγος ατόμων οξυγόνου ενωμένων μεταξύ τους. Είναι γνωστά οργανικά και ανόργανα υ., τα οποία παράγονται και με τα μεταλλοειδή στοιχεία. Το οξυγονούχο νερό (Η Ο Ο Η) θεωρείται το πρότυπο… … Dictionary of Greek
χρωστικά — Ουσίες ζωηρά χρωματισμένες και ικανές, έστω και σε μικρές ποσότητες, να δώσουν σταθερούς χρωματισμούς σε υλικά διάφορης φύσης. Τα χ. μπορεί να είναι φυσικά ή συνθετικά, οργανικά ή ανόργανα. Τα φυσικά χ. είναι φυτικά και ζωικά, όπως η χλωροφύλλη,… … Dictionary of Greek